- σπαλακία
- ἡ, Α1. μεγάλη εξασθένηση τής όρασης2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις».[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, -ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα -ία (πρβλ. μυωπ-ία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαλακία — σπαλακίᾱ , σπαλακία dim sightedness fem nom/voc/acc dual σπαλακίᾱ , σπαλακία dim sightedness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)